στελεχώνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στελεχώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος στελεχώνω

Ρήμα[επεξεργασία]

στελεχώνομαι

  1. ορίζομαι, γίνομαι στέλεχος σε οργανωμένο ανθρώπινο σύνολο (εταιρεία, οργανισμό κ.λπ.)
  2. επανδρώνομαι

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]