στεναγμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στεναγμός οι στεναγμοί
      γενική του στεναγμού των στεναγμών
    αιτιατική τον στεναγμό τους στεναγμούς
     κλητική στεναγμέ στεναγμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στεναγμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στεναγμός < στενάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ste.naˈɣmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στε‐να‐γμός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στεναγμός αρσενικό

  • Η λίμνη των στεναγμών

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]