στενακτός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στενακτός < στενάζω

Επίθετο[επεξεργασία]

στενακτός

  1. που τον θρηνούν, που γίνεται αιτία για θρήνο,
  2. που είναι θρηνητικός, που θρηνεί, στενάζει, βογκάει εκείνος
    ἁνὴρ γὰρ οὐ στενακτὸς οὐδὲ σὺν νόσοις ἀλγεινὸς ἐξεπέμπετ᾽ (: ο άνθρωπος πέθανε χωρίς να βογγήξει ούτε να αρρωστήσει ούτε να πονέσει )

Συγγενικά[επεξεργασία]