στενεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στενεύω < στενός + -εύω < αρχαία ελληνική στενός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /steˈne.vo/

Ρήμα[επεξεργασία]

στενεύω (παθητική φωνή: στενεύομαι)

  1. (μεταβατικό) κάνω κάτι (πιο) στενό
     αντώνυμα: φαρδαίνω, πλαταίνω
  2. (αμετάβατο) γίνομαι στενός ή μικρότερος σε διαστάσεις
  3. (μεταβατικό) (μεταφορικά) περιορίζω
  4. (αμετάβατο) περιορίζομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]