στενογραφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στενογραφία οι στενογραφίες
      γενική της στενογραφίας των στενογραφιών
    αιτιατική τη στενογραφία τις στενογραφίες
     κλητική στενογραφία στενογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Παράδειγμα στενογραφίας με το κείμενο στα δεξιά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στενογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sténographie < αρχαία ελληνική στενός + γράφω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στενογραφία θηλυκό

  • η γρήγορη και ακριβής μεταφορά του προφορικού λόγου σε μορφή κειμένου. Κάθε λέξη του κειμένου αναπαριστάται ως ξεχωριστός χαρακτήρας και όλα τα σημεία στίξης παραλείπονται εκτός του ερωτηματικού.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]