στενοχωρεμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στενοχωρεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στενοχωριέμαι
Μετοχή[επεξεργασία]
στενοχωρεμένος, -η, -ο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη στενοχωρημένος