στενότητα
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | στενότητα | στενότητες |
γενική | στενότητας | στενοτήτων |
αιτιατική | στενότητα | στενότητες |
κλητική | στενότητα | στενότητες |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στενότητα < αρχαία ελληνική στενότης < στενός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στενότητα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στενότητα