στενόψυχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στενόψυχος η στενόψυχη το στενόψυχο
      γενική του στενόψυχου της στενόψυχης του στενόψυχου
    αιτιατική τον στενόψυχο τη στενόψυχη το στενόψυχο
     κλητική στενόψυχε στενόψυχη στενόψυχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στενόψυχοι οι στενόψυχες τα στενόψυχα
      γενική των στενόψυχων των στενόψυχων των στενόψυχων
    αιτιατική τους στενόψυχους τις στενόψυχες τα στενόψυχα
     κλητική στενόψυχοι στενόψυχες στενόψυχα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στενόψυχος < στενό- + -ψυχος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

στενόψυχος -η -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]