στερεάς κατάστασης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος πολυλεκτικού όρου
[επεξεργασία]στερεάς κατάστασης
- γενική ενικού του στερεά κατάσταση
- (ηλεκτρονική) το ηλεκτρονικό εξάρτημα ή συσκευή, που χρησιμοποιεί για την λειτουργία του ημιαγωγούς, όπως τρανζίστορ, διόδους και ολοκληρωμένα κυκλώματα (αντί π.χ. λυχνίες κενού, μηχανικά μέρη, κλπ.)
- ※ Στόχος του τομέα Google X είναι η ανάπτυξη μίας ελαστικής μπαταρίας, στερεάς κατάστασης ώστε να μπορεί να αντικαταστήσει τα χημικά υγρά, με πάχος όσο ένα φύλλο χαρτί. [1]
- (ηλεκτρονική) το ηλεκτρονικό εξάρτημα ή συσκευή, που χρησιμοποιεί για την λειτουργία του ημιαγωγούς, όπως τρανζίστορ, διόδους και ολοκληρωμένα κυκλώματα (αντί π.χ. λυχνίες κενού, μηχανικά μέρη, κλπ.)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στερεάς κατάστασης
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Εύκαμπτη μπαταρία στερεάς κατάστασης από την Google. Δημοσίευση 2015-04-14. Προσπέλαση 2020-06-26.