στερεοβάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στερεοβάτης αρσενικό
- (αρχιτεκτονική) θεμέλιο στο οποίο χτίζονταν οι ναοί στην αρχαία Ελλάδα
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στερεοβάτης
|