στερεοελλαδίτικα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | στερεοελλαδίτικα | ||
γενική | των | στερεοελλαδίτικων | ||
αιτιατική | τα | στερεοελλαδίτικα | ||
κλητική | στερεοελλαδίτικα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στερεοελλαδίτικα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου στερεοελλαδίτικος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στερεοελλαδίτικα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- τα ιδιώματα της Στερεάς Ελλάδας
- Τα ιδιώματα (και τις διαλέκτους) τα ονομάζουμε από τις περιοχές στις οποίες συνηθίζονται: α) βόρεια (θρακιώτικα, μακεδονικά, ηπειρώτικα, θεσσαλικά, στερεοελλαδίτικα κτλ.) και νότια (πελοποννησιακά, κρητικά κτλ.) και β) ανατολικά (κυπριακά, χιώτικα, ποντιακά, καππαδοκικά κτλ.) και δυτικά (κατωιταλικά, εφτανησιώτικα, κρητοκυκλαδικά). Από αυτά τα ποντιακά, τα καππαδοκικά, τα τσακώνικα και τα κατωιταλικά θεωρούνται από πολλούς διάλεκτοι. Όλα μαζί, ιδιώματα και διάλεκτοι, αποτελούν τη Νεοελληνική γλώσσα. (http://ebooks.edu.gr)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στερεοελλαδίτικα
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]στερεοελλαδίτικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στερεοελλαδίτικος