στερεομετρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στερεομετρία οι στερεομετρίες
      γενική της στερεομετρίας των στερεομετριών
    αιτιατική τη στερεομετρία τις στερεομετρίες
     κλητική στερεομετρία στερεομετρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στερεομετρία < στερεο- + -μετρία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στερεομετρία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]