στερεοτυπία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στερεοτυπία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική stéréotypie < αρχαία ελληνική στερεός + τύπος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ste.ɾe.o.tiˈpi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στερεοτυπία θηλυκό
- (τυπογραφία) μέθοδος παραγωγής μιας τυπογραφικής σελίδας από έκτυπη τυπογραφική πλάκα που παράγεται από μήτρα, μέσα στην οποία χύνεται λειωμένο κράμα μολύβδου
- στερεότυπο
- έλλειψη πρωτοτυπίας
- (ιατρική) ανεξήγητη επαναλαμβανόμενη συμπεριφορά (κινήσεις, λέξεις, χειρονομίες) που οφείλεται σε ψυχικούς παράγοντες
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στερεοτυπία