στερεοτυπικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο στερεοτυπικός η στερεοτυπική το στερεοτυπικό
      γενική του στερεοτυπικού της στερεοτυπικής του στερεοτυπικού
    αιτιατική τον στερεοτυπικό τη στερεοτυπική το στερεοτυπικό
     κλητική στερεοτυπικέ στερεοτυπική στερεοτυπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι στερεοτυπικοί οι στερεοτυπικές τα στερεοτυπικά
      γενική των στερεοτυπικών των στερεοτυπικών των στερεοτυπικών
    αιτιατική τους στερεοτυπικούς τις στερεοτυπικές τα στερεοτυπικά
     κλητική στερεοτυπικοί στερεοτυπικές στερεοτυπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στερεοτυπικός < στερεοτυπία

Επίθετο[επεξεργασία]

στερεοτυπικός

Μεταφράσεις[επεξεργασία]