στερεοφωνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στερεοφωνία < στερεο- + -φωνία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στερεοφωνία θηλυκό
- μέθοδος αναπαραγωγής ήχου (που έχει καταγραφεί κατάλληλα, σε δύο ή περισσότερα «κανάλια»), ώστε να δημιουργείται κατά την ακρόαση η αίσθηση της προέλευσης του ακούσματος από διαφορετικά σημεία στο χώρο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- στερεοφωνία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στερεοφωνία