στερεοφωνία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στερεοφωνία οι στερεοφωνίες
      γενική της στερεοφωνίας των στερεοφωνιών
    αιτιατική τη στερεοφωνία τις στερεοφωνίες
     κλητική στερεοφωνία στερεοφωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στερεοφωνία < στερεο- + -φωνία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στερεοφωνία θηλυκό

  • μέθοδος αναπαραγωγής ήχου (που έχει καταγραφεί κατάλληλα, σε δύο ή περισσότερα «κανάλια»), ώστε να δημιουργείται κατά την ακρόαση η αίσθηση της προέλευσης του ακούσματος από διαφορετικά σημεία στο χώρο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]