στερεοφωνικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στερεοφωνικά < στερεοφωνικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]στερεοφωνικά
- με στερεοφωνικό τρόπο
- ⮡ ο σταθμός εκπέμπει στερεοφωνικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στερεοφωνικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]στερεοφωνικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στερεοφωνικός