στερεοφωτογραφία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στερεοφωτογραφία οι στερεοφωτογραφίες
      γενική της στερεοφωτογραφίας των στερεοφωτογραφιών
    αιτιατική τη στερεοφωτογραφία τις στερεοφωτογραφίες
     κλητική στερεοφωτογραφία στερεοφωτογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στερεοφωτογραφία < στερεό + φωτογραφία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στερεοφωτογραφία θηλυκό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]