στερεώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]στερεώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος στερεώνω
- θα στερεώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος στερεώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]στερεώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στερέωση