στεριά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στεριά | οι | στεριές |
γενική | της | στεριάς | των | στεριών |
αιτιατική | τη | στεριά | τις | στεριές |
κλητική | στεριά | στεριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στεριά < μεσαιωνική ελληνική στεριά < στερεά
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στεριά θηλυκό
- Η επιφάνεια της γης που δεν είναι θάλασσα
- Ο άνθρωπος μπορεί να περπατήσει στη στεριά, αλλά όχι και στη θάλασσα.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επέκταση
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)