στερικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στερικός | η | στερική | το | στερικό |
γενική | του | στερικού | της | στερικής | του | στερικού |
αιτιατική | τον | στερικό | τη | στερική | το | στερικό |
κλητική | στερικέ | στερική | στερικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στερικοί | οι | στερικές | τα | στερικά |
γενική | των | στερικών | των | στερικών | των | στερικών |
αιτιατική | τους | στερικούς | τις | στερικές | τα | στερικά |
κλητική | στερικοί | στερικές | στερικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
στερικός, -ή, -ό (χημεία)
- που αφορά την χωροταξική διάταξη των ατόμων
- που αφορά την απώθηση των ατόμων εξ' αιτίας εγγύτητας ή διάταξης
Σύνθετα[επεξεργασία]
- αλλοστερικός (που μεταβάλλει την χωροταξική διάταξη ενζύμου, υποδοχέα ή άλλης πρωτεΐνης)