στερνά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | τα | στερνά | ||
| γενική | των | στερνών | ||
| αιτιατική | τα | στερνά | ||
| κλητική | στερνά | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στερνά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- το τέλος και ειδικότερα τα τελευταία χρόνια ή οι τελευταίες στιγμές κάποιου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στερνά
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]στερνά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στερνό