στερνά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στερνά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- το τέλος και ειδικότερα τα τελευταία χρόνια ή οι τελευταίες στιγμές κάποιου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στερνά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
στερνά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στερνό