στερνά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: στέρνα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στερνά < στερνός < υστερνός

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στερνά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • το τέλος και ειδικότερα τα τελευταία χρόνια ή οι τελευταίες στιγμές κάποιου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

στερνά