στερνοπαίδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στερνοπαίδι | τα | στερνοπαίδια |
γενική | του | στερνοπαιδιού | των | στερνοπαιδιών |
αιτιατική | το | στερνοπαίδι | τα | στερνοπαίδια |
κλητική | στερνοπαίδι | στερνοπαίδια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στερνοπαίδι ουδέτερο
- (λογοτεχνικό, λαϊκότροπο) το μικρότερο και τελευταίο παιδί μιας οικογένειας
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- στερνογέννητος
- → δείτε τις λέξεις στερνός, ύστερα και παιδί