στεφάνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στεφάνη | οι | στεφάνες |
γενική | της | στεφάνης | των | στεφανών |
αιτιατική | τη | στεφάνη | τις | στεφάνες |
κλητική | στεφάνη | στεφάνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στεφάνη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στεφάνη (γείσο), αρχαία ελληνική (διάδημα) [1] Συγκρίνετε με το στεφάνι.
- για τη βοτανική < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική corelle
- για την αστρονομία, γεωμετρία, οδοντιατρική < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική couronne\
- για το μπάσκετ < απόδοση για την αγγλική basketball ring
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /steˈfa.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στε‐φά‐νη
- ομόηχο: στεφάνι
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στεφάνη θηλυκό
- αντικείμενο που μοιάζει με στεφάνι
- (αθλητισμός, μπάσκετ) το μεταλλικό κυκλικό μέρος της μπασκέτας απ' όπου κρέμεται το δίχτυ
- (αστρονομία) εξωτερικό τμήμα του φωτεινού δακτυλίου γύρω από τον ήλιο ή από τη σελήνη κατά την ολική έκλειψη]
- (βοτανική) το σύνολο των πετάλων ενός λουλουδιού
- (γεωμετρία) η επιφάνεια που βρίσκεται μεταξύ δύο άνισων ομόκεντρων περιφερειών
- (οδοντιατρική, ανατομία) το τμήμα του δοντιού που εξέχει από τα ούλα
- (οδοντιατρική) συνώνυμο του κορόνα
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη στέφω
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- (αρχαία ελληνικά) στέφανος (οτιδήποτε που περικυκλώνει, κυκλικό)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] (αστρονομία) στεφάνη έκλειψης
|
(βοτανική
|
(γεωμετρία
|
(οδοντιατρική
|
(μπάσκετ
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ στεφάνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
στεφᾰνα- | |||||
ονομαστική | ἡ | στεφάνη | αἱ | στεφάναι | |
γενική | τῆς | στεφάνης | τῶν | στεφανῶν | |
δοτική | τῇ | στεφάνῃ | ταῖς | στεφάναις | |
αιτιατική | τὴν | στεφάνην | τὰς | στεφάνᾱς | |
κλητική ὦ! | στεφάνη | στεφάναι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στεφάνᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | στεφάναιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στεφάνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στεφάνη [ᾰ] θηλυκό
- (κόσμημα) διάδημα
- (ελληνιστική σημασία , αρχιτεκτονική) κυκλικό γείσο
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη στέφω
Πηγές
[επεξεργασία]- στεφάνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στεφάνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικές αποδόσεις από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Αστρονομία (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Γεωμετρία (νέα ελληνικά)
- Οδοντιατρική (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δίκη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Κοσμήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αρχιτεκτονική (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)