στεφάνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στεφάνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στεφάνη θηλυκό
- αντικείμενο που μοιάζει με στεφάνι
- (αστρονομία) εξωτερικό τμήμα του φωτεινού δακτυλίου γύρω από τον ήλιο ή από τη σελήνη κατά την ολική έκλειψη
- (γεωμετρία) η επιφάνεια που βρίσκεται μεταξύ δύο άνισων ομόκεντρων περιφερειών
- (βοτανική) το σύνολο των πετάλων ενός άνθους
- (ανατομία) το τμήμα του δοντιού που εξέχει από τα ούλα
- (αθλητισμός) το τέρμα στο μπάσκετ, ο στόχος για την επίτευξη πόντων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στεφάνη
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στεφάνη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στεφάνη θηλυκό