στεφανωτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
στεφανωτά < στεφανωτός
Επίρρημα[επεξεργασία]
στεφανωτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στεφανωτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
στεφανωτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στεφανωτό