στηλίς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στηλίς αἱ στηλῖδες
στηλίδες
      γενική τῆς στηλῖδος
στηλίδος
τῶν στηλίδων
      δοτική τῇ στηλῖδ
στηλίδ
ταῖς στηλῖσῐ(ν)
στηλίσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν στηλῖδ
στηλίδ
τὰς στηλῖδᾰς
στηλίδᾰς
     κλητική ! στηλίς* στηλῖδες
στηλίδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στηλῖδε & στηλίδε
γεν-δοτ τοῖν  στηλίδοιν
Εξαίρεση: και με μακρό και με βραχύ γιώτα στο θέμα.

* Κατά τη Γραμματική του Smyth, η κλητική ενικού χωρίς το
3η κλίση, Κατηγορία 'πατρίς' όπως «καρίς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στηλίς < στήλ(η) + υποκοριστικό επίθημα -ίς

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στηλίς, -ῖδος / (-ίδος) θηλυκό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη στήλη

Πηγές[επεξεργασία]