στηλογνώμονας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στηλογνώμονας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στηλογνώμονας αρσενικό
- η ετικέτα
- (πληροφορική) ένας από τους χαρακτήρες διαστήματος που εκτείνεται στην επόμενη στήλη και παραδοσιακά χρησιμοποιείται για την εισαγωγή στοιχείων σε μορφή καταλόγου (tabulation) και την δημιουργία αριστερής εσοχής σε παραγράφους
- (πληροφορική) το πλήκτρο (tab) στο πληκτρολόγιο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στηλογνώμονας
|