στηλώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: στυλώνω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στηλώνω < μεσαιωνική ελληνική στηλώνω < (ελληνιστική κοινήστηλόω / στηλῶ < αρχαία ελληνική στήλη < ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stísteh₂- < *steh₂-

Ρήμα[επεξεργασία]

στηλώνω (παθητική φωνή: στηλώνομαι)

  1. στήνω κάτι σαν στήλη
  2. τεντώνω, τείνω κάτι κατακόρυφα
    Ὁ Γέρος ἀνεβίβασε σκαμνίον τι ἐπὶ τοῦ λιθίνου ἐρείσματος τοῦ παραθύρου, ἀνέβη ἐπὶ τοῦ σκαμνίου, ἐστηρίχθη διὰ τῆς ἀριστερᾶς ἐπὶ τοῦ παραθυροφύλλου, ἀνοικτοῦ, ἐστηλώθη μετὰ τόλμης πρὸς τὴν ὀροφήν, ἀνέτεινε τὴν δεξιάν, καὶ ἀπέσπασεν ἓν κρύσταλλον, ἐκ τῶν κοσμούντων τοὺς «σταλαμοὺς»* τῆς στέγης. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Η Σταχομαζώχτρα)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]