στιβαδόρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στιβαδόρος οι στιβαδόροι
      γενική του στιβαδόρου των στιβαδόρων
    αιτιατική τον στιβαδόρο τους στιβαδόρους
     κλητική στιβαδόρε στιβαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στιβαδόρος < ισπανική estivador / αγγλική stevedore • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στιβαδόρος αρσενικό

  • (επάγγελμα) άνθρωπος με επάγγελμα την φόρτωση / εκφόρτωση πλοίου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]