στιγματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /stiɣ.ma.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στιγ‐μα‐τι‐κός
Επίθετο[επεξεργασία]
στιγματικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται ή αναφέρεται σε στίγμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στιγματικός