στιγματισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στιγματισμός < (στιγματίζω) στιγματισ- + -μός[1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στιγματισμός αρσενικό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στιγματίζω
- οξεία δημόσια κριτική ή καταγγελία
- ηθική απαξίωση που προέρχεται από κακή φήμη
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αστιγματισμός
- ενστιγματικός
- και → δείτε τις λέξεις στιγματίζω και στίγμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στιγματισμός
- ↑ στιγματισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας