στιγμιαία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στιγμιαία < στιγμιαίος
Επίρρημα[επεξεργασία]
στιγμιαία
- για μια στιγμή, για ελάχιστο χρονικό διάστημα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στιγμιαία
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
στιγμιαία
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του στιγμιαίος
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στιγμιαίος