στικάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στικάκι τα στικάκια
      γενική
    αιτιατική το στικάκι τα στικάκια
     κλητική στικάκι στικάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στικάκι < στικ + υποκοριστικό επίθημα -άκι < αγγλική stick

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στικάκι ουδέτερο άκλιτο

  1. μικρό στικ
  2. (πληροφορική) μεταφερόμενη κάρτα μνήμης χωρίς μηχανικά μέρη για την αποθήκευση υπολογιστικών πληροφοριών
     συνώνυμα:: φλασάκι

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]