στιχουργού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sti.xuɾˈɣu/
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
στιχουργού αρσενικό ή θηλυκό
- γενική ενικού του στιχουργός
στιχουργού αρσενικό ή θηλυκό