στιχουργώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στιχουργώ < μεσαιωνική ελληνική στιχουργώ < στιχουργός

Ρήμα[επεξεργασία]

στιχουργώ (παθητική φωνή: στιχουργούμαι)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]