Μετάβαση στο περιεχόμενο

στο

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: στό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στο < στό < μεσαιωνική ελληνική τό < εἰς τό, με αποβολή του άτονου αρκτικού φωνήεντος[1]. Συγχρονικά αναλύεται σε σε + το.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sto/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στο

Κλιτικός τύπος άρθρου

[επεξεργασία]

στο (για την προφορά του τελικού ν, δείτε τον#Σημειώσεις)

  1. σε + το (ονομαστική και αιτιατική ενικού, ουδέτερου γένους του ο)
  2. (προφορικό) άλλη μορφή του στον

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Κλίσεις των άρθρων

[επεξεργασία]
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ενικού ο η το
γενική ενικού
+ σε
του
στου
της
στης
του
στου
αιτιατική ενικού
+ σε
το(ν)
στο(ν)
τη(ν)
στη(ν)
το
στο
ονομαστική πληθυντικού οι οι τα
γενική πληθυντικού
+ σε
των
στων
των
στων
των
στων
αιτιατική πληθυντικού
+ σε
τους
στους
τις
στις
τα
στα

Αναφορές

[επεξεργασία]