στο
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Άρθρο[επεξεργασία]
στο
- αιτιατική ενικού, αρσενικού και ουδετέρου γένους (→ δείτε τη λέξη: σε)
- μπλε μαρέν στο ξύλο