στοίχειωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στοίχειωμα τα στοιχειώματα
      γενική του στοιχειώματος των στοιχειωμάτων
    αιτιατική το στοίχειωμα τα στοιχειώματα
     κλητική στοίχειωμα στοιχειώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στοίχειωμα < λείπει η ετυμολογίατο να γίνεται σκοτωμένος στοιχειό ή η παρουσία στοιχειού σε έναν τόπο

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στοίχειωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]