στοίχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | στοίχος | οι | στοίχοι |
γενική | του | στοίχου | των | στοίχων |
αιτιατική | τον | στοίχο | τους | στοίχους |
κλητική | στοίχε | στοίχοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στοίχος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στοῖχος < απώτατης αρχής από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- Δείτε και στίχος, και το αρχαίο στείχω.
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈsti.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στόί‐χος
- ομόηχο: στίχος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στοίχος αρσενικό
- σειρά, γραμμή, ανθρώπων ή αντικειμένων π.χ. σε παράταξη στρατιωτών, μαθητών, αθλητών που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλο ή δομικών υλικών σε τοιχοποιία
- ↪ Ο γυμναστής του σχολείου παρέταξε τους μαθητές σε τρεις στοίχους για την παρέλαση.
Σημειώσεις[επεξεργασία]
Συγχέεται με τον στίχο του τραγουδιού ή του ποιήματος επειδή κι εκείνη η λέξη παραπέμπει σε αράδα, όμως ο στίχος και τα στιχάκια αναφέρονται αποκλειστικά σε αράδες κειμένου.
[επεξεργασία]
με θέμα στοιχ-
- αστοίχιστος
- στοιχείο & συγγενικά, όπως στοιχειώδης
- στοιχειό & συγγενικά όπως στοιχειώνω
- στοιχηδόν
- στοιχηθείτε!
- στοίχημα & συγγενικά
- στοιχίζω, στοιχίζομαι & σύνθετα
- στοίχιση
- στοιχώ
→ και δείτε τη λέξη στίχος για το θέμα στιχ-
Σύνθετα[επεξεργασία]
- αναντίστοιχος
- απεριστοίχιστος
- αντίστοιχα, αντιστοίχιση, αντίστοιχος, αντιστοιχώ, αντιστοιχία
- αντιστοιχώ, αντιστοίχηση
- ορθόστοιχος
- περιστοίχισμα
- σύστοιχος, συστοιχία
- -στοιχία Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -στοιχία στο Βικιλεξικό
- -στοιχος, όπως δίστοιχος, εξάστοιχος, τετράστοιχος, τρίστιχος
- (συγκρίνετε με τα -στιχος στο στίχος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- στοίχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *steygʰ- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)