στοιχείο ενεργητικού
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στοιχείο ενεργητικού < → δείτε τις λέξεις στοιχείο και ενεργητικό
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]στοιχείο ενεργητικού
- (λογιστική) σε μια οικονομική μονάδα οτιδήποτε έχει συγκεκριμένη μετρήσιμη αξία και μπορεί να της αποδώσει οικονομικό όφελος. Καταχωρείται στην κατάσταση ενεργητικού του ισολογισμού.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- (γενικότερα) περιουσιακό στοιχείο