στοιχειοθήκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στοιχειοθήκη οι στοιχειοθήκες
      γενική της στοιχειοθήκης των στοιχειοθηκών
    αιτιατική τη στοιχειοθήκη τις στοιχειοθήκες
     κλητική στοιχειοθήκη στοιχειοθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Στοιχειοθήκη με ταξινομημένα στοιχεία

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στοιχειοθήκη < στοιχείο + θήκη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στοιχειοθήκη θηλυκό

  • είναι η θήκη όπου αποθηκεύονται τα τυπογραφικά στοιχεία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]