στοματοφάρυγγας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στοματοφάρυγγας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στοματοφάρυγγας αρσενικό
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- ρινοφάρυγγας
- υποφάρυγγας
- → δείτε και τις λέξεις στόμα και φάρυγγας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στοματοφάρυγγας