στον αγύριστο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
< → δείτε τις λέξεις στον και αγύριστο
Έκφραση[επεξεργασία]
στον αγύριστο!
- (μεταφορικά) αποδίδεται υβριστικά στην απομάκρυνση κάποιου,
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- στο διάολο
- στο διάολο κι ακόμα παραπέρα!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στον αγύριστο
|