στοργικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
στοργικός
- αυτός που αγαπά πολύ και αφιλοκερδώς, επίσης έμπρακτα φροντίζει αυτόν που αγαπά και δύναται (εάν η στοργή είναι έντονη-ουσιώδης) να θυσιαστεί για αυτόν συνειδητά αν χρειαστεί