στουπέτσι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στουπέτσι τα στουπέτσια
      γενική του στουπετσιού των στουπετσιών
    αιτιατική το στουπέτσι τα στουπέτσια
     κλητική στουπέτσι στουπέτσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στουπέτσι < (άμεσο δάνειο) τουρκική üstübeç < περσική اسفيداج (isfédáj)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στουπέτσι ουδέτερο

  1. λευκή βαφή από ανθρακικό μόλυβδο
     συνώνυμα: ανθρακικός μόλυβδος, λευκό του μολύβδου
  2. (συνεκδοχικά) το λευκό βερνίκι για το βάψιμο παπουτσιών
  3. (μεταφορικά) κάτι που αφήνει άσχημη γεύση ή επίγευση στο στόμα
    Στουπέτσι το στόμα από τα τσιγάρα... (Ιωάννα Καρυστιάνη, Μικρά Αγγλία)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]