Μετάβαση στο περιεχόμενο

στουπόχαρτο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στουπόχαρτο τα στουπόχαρτα
      γενική του στουπόχαρτου των στουπόχαρτων
    αιτιατική το στουπόχαρτο τα στουπόχαρτα
     κλητική στουπόχαρτο στουπόχαρτα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στουπόχαρτο < στουπί + -ο- + χαρτί + -ο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στουπόχαρτο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]