στου διαόλου τη μάνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη στου + γενική ενικού του διάολος + αιτιατική τη μάνα → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]στου διαόλου τη μάνα
- (ανεπίσημο) σε πολύ μακρινό τόπο, δυσπρόσιτο
- ↪ η Πανεπιστημιούπολη ήταν στου διαόλου τη μάνα· χρειαζόμουν δύο λεωφορεία για να φτάσω εκεί
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στου διαόλου τη μάνα
|