Μετάβαση στο περιεχόμενο

στοχασιά

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στοχασιά οι στοχασιές
      γενική της στοχασιάς των στοχασιών
    αιτιατική τη στοχασιά τις στοχασιές
     κλητική στοχασιά στοχασιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στοχασιά < στόχασ(η) + -ιά < στοχάζομαι < αρχαία ελληνική στόχος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sto.xaˈsça/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στοχασιά

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στοχασιά θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη στοχάζομαι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]