στοχασμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στοχασμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στοχασμός αρσενικό
- βαθιά σκέψη
- ※ Ο Φραγκίσκος, βυθισμένος στους στοχασμούς του, δε μιλούσε· κοίταζε τα χέρια του, τα πόδια του, αναστέναζε. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
Συνώνυμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στοχασμός