στοχαστής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στοχαστής οι στοχαστές
      γενική του στοχαστή των στοχαστών
    αιτιατική τον στοχαστή τους στοχαστές
     κλητική στοχαστή στοχαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στοχαστής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στοχαστής (που στοχεύει, που προσπαθεί να μαντέψει) < στοχάζομαι < στόχος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στοχαστής αρσενικό

  • αυτός που στοχάζεται, που σκέφτεται θεωρητικά ζητήματα ή ασχολείται με θέματα υψηλού προβληματισμού (για τον άνθρωπο, την κοινωνία, τις αξίες, τη ζωή κ.λπ.)
    ο Καζαντζάκης υπήρξε ένας από του σπουδαιότερους Έλληνες στοχαστές του αιώνα
  • ο συνειδητά σκεπτόμενος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική στοχαστής οἱ στοχασταί
      γενική τοῦ στοχαστοῦ τῶν στοχαστῶν
      δοτική τῷ στοχαστ τοῖς στοχασταῖς
    αιτιατική τὸν στοχαστήν τοὺς στοχαστᾱ́ς
     κλητική ! στοχαστᾰ́ στοχασταί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  στοχαστᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  στοχασταῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ποιητής' όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στοχαστής < αρχαία ελληνική στοχάζομαι, στοχασ- + -τής < στόχος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στοχαστής, -οῦ αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις στοχάζομαι και στόχος

Πηγές[επεξεργασία]