στοχαστικά
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στοχαστικά < στοχαστικός + -ά
Επίρρημα
[επεξεργασία]στοχαστικά
- με στοχαστικό τρόπο, με στοχαστικότητα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στοχαστικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]στοχαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του στοχαστικός