στοχοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στοχοποίηση | οι | στοχοποιήσεις |
γενική | της | στοχοποίησης* | των | στοχοποιήσεων |
αιτιατική | τη | στοχοποίηση | τις | στοχοποιήσεις |
κλητική | στοχοποίηση | στοχοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στοχοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- στοχοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]στοχοποίηση θηλυκό
- η συστηματική εκτόξευση κατηγοριών εναντίον ενός ανθρώπου ή ομάδας ανθρώπου, η μετατροπή του σε στόχο